-
1 κατ-αρτύω
κατ-αρτύω, zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Uebh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυϑέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανϑανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ νέας φρενὸς ἀλλ' εὖ μάλα βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Uebertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. τέλειος τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.
См. также в других словарях:
εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… … Dictionary of Greek